Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

οι στερήσεις

  • 1 лишения

    лишения с мн. οι στερήσεις
    * * *
    с мн.
    οι στερήσεις

    Русско-греческий словарь > лишения

  • 2 лишение

    лишен||ие
    с
    1. ἡ (ἀπο)στέρηση [-ις], ἡ ἀπώλεια:
    \лишение гражданских прав ἡ στέρησις τών πολιτικών δικαιωμάτων \лишение свободы ἡ φυλάκιση [-ις]·
    2. \лишениеия мн. (нехватки, нужда) οἱ στερήσεις, οἱ ταλαιπωρίες:
    подвергать себя \лишениеиям ὑποβάλλομαι σέ στερήσεις.

    Русско-новогреческий словарь > лишение

  • 3 лишение

    ουδ.,
    1. στέρεση•

    лишение свободы στέρηση ελευθερίας•

    лишение избирательных прав στέρηση εκλογικού δικαιώματος•

    лишение гражданских прав στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.

    2. πλθ. -я στερήσεις, ανέχεια, ένδεια•

    приучить себя к лишениям συνηθίζω τον εαυτό μου στις στερήσεις.

    Большой русско-греческий словарь > лишение

  • 4 претерпевать

    претерпевать
    несов, претерпеть сов
    1. (переносить) τραβώ, ὑποφέρω, ὑπομένω, περνώ:
    \претерпевать лишения περνώ στερήσεις·
    2. (подвергаться) ὑφίσταμαι, παθαίνω:
    \претерпевать изменения ὑφίσταμαι ἀλλαγές.

    Русско-новогреческий словарь > претерпевать

  • 5 узнавать

    узнавать
    несов, узнать сов
    1. (получать сведения) μαθαίνω, μανθάνω/ πλη-ροφοροῦμαι (справляться):
    хотелось бы мне узнать... θάθελα νά μάθω...· узнайте, пожалуйста, о ее здоровье σας παρακαλώ νά πληροφορηθείτε γιά τήν ὑγεία της· я хочу́ узнать, до́ма ли он? θέλω νά μάθω ἄν εἶναι στό σπίτι· об этом могут узнать μπορεί νά τό μάθουν
    2. (знакомого, знакомое) (ἀνα)γνωρίζω:
    \узнавать старого дру́га (ἀνα)γνωρίζα> παληό φίλο· его нельзя \узнавать Εγινε ἀγνώριστος·
    3. (получить истинное представление) γνωρίζω, μανθάνω, ξεύρω:
    теперь я его лучше узнал τώρα τόν ἔμαθα καλλίτερα· нам нужно лучше узнать друг дру́га πρέπει νά γνωριστούμε καλλίτερα, πρέπει νά μάθουμε καλλίτερα ὁ ἔνας τόν ἀλλον
    4. (познать, пережить) γνωρίζω, δοκιμάζω:
    \узнавать нужду́ (го́ре) δοκιμάζω στερήσεις (βάσανα)· \узнавать радость материнства γνωρίζω τήν χαρά τής μητρότητας.

    Русско-новогреческий словарь > узнавать

  • 6 возместить

    -ещу, -естишь, παβ. μτχ. παρλθ. χρ. -ещенный, βρ: -щен, щена, -щено ρ.σ.μ.
    1. αποζημιώνω.
    2. αναπληρώνω•

    возместить потери αναπληρώνω τις απώλειες.

    1. αποζημιώνομαι.
    2. αναπληρώνομαι, επανορθώνομαι•

    все недостатки -ятся όλες οι ελλείψεις θα καλυφθούν•

    все лишения -ятся όλες οι στερήσεις θα εκλείψουν.

    Большой русско-греческий словарь > возместить

  • 7 мыкать

    -аю, -аешь κ. мычу, мычешь
    ρ.δ.μ. (απλ.) ταλαιπωρώ, καταπονώ.
    εκφρ.
    мыкать век ή жизнь – φτωχοζώ, με.δέρνει η φτώχεια•
    горе мыкать – ζω με στερήσεις.
    ταλαιπωρούμαι περιπλανιέμαι. || περιφέρομαι, περιέρχομαι. || πηγαίνω πέρα-δώθε.

    Большой русско-греческий словарь > мыкать

  • 8 мытарство

    ουδ.
    βασάνισμα, τυράγνισμα, παιδεμός. || πλθ. -арства, -арств ταλαιπωρίες, περιπλανήσεις, στερήσεις• συμφορές.

    Большой русско-греческий словарь > мытарство

  • 9 позади

    επίρ. κ. πρόθ. πίσω•

    он шёл позади всех αυτός πήγαινε πίσω απ όλους (ουραγός)•

    он сидел позади меня αυτός καθόταν πίσω μου.

    || στο παρελθόν•

    все трудности и лишения остались позади όλες οι δυσκολίες και, στερήσεις ανήκουν στο παρελθόν.

    Большой русско-греческий словарь > позади

  • 10 терпеть

    терплю, терпишь, παθ. μτχ. ενστ. терпимый, βρ: -пим, -а, -о
    ρ.δ.
    1. υπομένω, υποφέρω, βαστώ, αντέχω, κρατώ•

    терпеть голод, холод αντέχω στην πείνα, στο κρύο•

    терпеть боль βαστώ τον πόνο•

    -и казак, атаманом будешь παρμ. η υπομονή κερδίζει τα πάντα.

    || ανέχομαι, σηκώνω•

    он не любит, а только -ит меня αυτός δεν αγαπά, αλλά μόνο με ανέχεται•

    он не -ит шутки αυτός δε σηκώνει αστεία, με το αρνητ. μόριο не δεν επιτρέπω, δεν επιδέχομαι•

    дело важное, не -ит отлагательство η υπόθεση είναι σοβαρή, δεν επιδέχεται αναβολή.

    2. δοκιμάζω, περνώ, διέρχομαι•

    терпеть нужду περνώ φτώχεια (ανέχεια, ένδεια)•

    -поражение δοκιμάζω ήττα•

    терпеть неудачу δοκιμάζω αποτυχία•

    терпеть фиаско δοκιμάζω φιάσκο•

    терпеть лишения περνώ στερήσεις.

    || περιμένω, καρτερώ•

    дело не -ит η υπόθεση δεν περιμένει•

    время не -ит ο καιρός δεν περιμένει•

    время -ит ο καιρός περιμένει, υπάρχει ακόμα καιρός.

    εκφρ.
    бумага всё -ит – το χαρτί όλα τα υπομένει (γράψε ό,τι καλό ή άσχημο θέλεις).
    ανέχομαι, υπομένω κλπ. ρ. ενεργ. φ. терпи, покуда -ится κράτα όσο μπορείς (να κρατήσεις).

    Большой русско-греческий словарь > терпеть

См. также в других словарях:

  • στερήσεις — στέρησις deprivation fem nom/voc pl (attic epic) στέρησις deprivation fem nom/acc pl (attic) στερέω deprive aor subj act 2nd sg (epic) στερέω deprive fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • πενία — Μυθολογική προσωποποίηση της φτώχειας. Τη συναντάει κανείς αρχικά στη νήσο Άνδρο. Όταν ο Θεμιστοκλής έφτασε στην Άνδρο, ενώ καταδίωκε τα λείψανα του περσικού στόλου μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ζήτησε από τους Ανδρίους να του δώσουν χρήματα,… …   Dictionary of Greek

  • σκληραγωγία — ΝΜΑ [σκληραγωγῶ] σκληρή και τραχιά αγωγή, εθισμός στις στερήσεις και στις κακουχίες («Λακωνικὴ σκληραγωγία», Φιλ.) νεοελλ. ιατρ. ο εθισμός τού οργανισμού σε εξωτερικές επιδράσεις και στερήσεις με βελτίωση τών μηχανισμών προσαρμογής, με τόνωση τής …   Dictionary of Greek

  • αγαμία — Η κατάσταση του αγάμου. H α. καταδικάστηκε από τους αρχαίους νομοθέτες. Στην αρχαία Σπάρτη, ήταν παράπτωμα, και οι άγαμοι παραπέμπονταν σε δίκη. Η σχετική αγωγή λεγόταν αγαμίου γραφή,και υπήρχαν επίσης δίκες οψιγαμίου και κακογαμίου.Στους… …   Dictionary of Greek

  • αμηχανώ — ἀμηχανῶ ( έω) (Α) [αμήχανος] 1. είμαι αμήχανος, βρίσκομαι σε αμηχανία, δεν ξέρω τί να κάνω 2. βρίσκομαι σε ένδεια, σε ανάγκη, έχω οικονομικές στενοχώριες, δεν επαρκώ για τις ανάγκες τού βίου 3. φρ. «ἀμηχανῶν βιοτεύω», ζω με στερήσεις …   Dictionary of Greek

  • ασκώ — (AM ἀσκῶ, έω) 1. γυμνάζω, προπονώ, καθιστώ κάποιον έμπειρο και ικανό σε κάτι 2. μέσ. με συνεχή επανάληψη και άσκηση προσπαθώ να αποκτήσω πείρα, εκπαιδεύομαι, κοπιάζω μσν. εκκλ. μέσ. υποβάλλω το σώμα μου σε στερήσεις αρχ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με… …   Dictionary of Greek

  • αστέρητος — η, ο (Μ ἀστέρητος, ον) [στερώ] αυτός που δεν γνώρισε στερήσεις, που έχει ό,τι του είναι απαραίτητο …   Dictionary of Greek

  • γιόγκα — Ένα από τα έξι ορθόδοξα συστήματα της ινδικής φιλοσοφίας, κατά το οποίο, μαζί με τις θεωρητικές απόψεις, κατέχει πρωταρχική σπουδαιότητα η τεχνική για την κυριαρχία του πνεύματος και του σώματος. Ο όρος γ. προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη yuj,… …   Dictionary of Greek

  • εξαπορώ — ἐξαπορῶ, έω (AM) 1. βρίσκομαι σε μεγάλη απορία, σε αμηχανία, σε δύσκολη θέση, δεν ξέρω τί να κάνω (α. «τῶν γὰρ στρατηγῶν ἐξαπορησάντων τοῑς πράγμασιν», Αριστοτ. β. «τὸ πῶς νὰ ζήσω ἐξαπορῶ», Πρόδρ.) 2. (μτβ.) στερούμαι, έχω έλλειψη από κάτι 3.… …   Dictionary of Greek

  • ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»